πρωτοβάζω

πρωτοβάζω
και πρωτοβάνω Ν
1. τοποθετώ ή βάζω κάτι κάπου για πρώτη φορά
2. φορώ κάτι πρώτος ή για πρώτη φορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοβάζω — πρωτόβαλα, πρωτοβάλθηκα, πρωτοβαλμένος, βάζω, φορώ για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτόβαλα χοντρά ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβάνω — Ν βλ. πρωτοβάζω …   Dictionary of Greek

  • πρωτόβαλτος — η, ο, Ν [πρωτοβάζω] αυτός που τοποθετείται κάπου για πρώτη φορά ή αυτός που φοριέται για πρώτη φορά («πρωτόβαλτο φουστάνι») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”